- σκύβαλο
- το / σκύβαλον, ΝΜΑ1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι («τέφρης λοιπὸν ἔτι σκύβαλον», Φιλιππ.)2. μτφ. άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο» β. «ἄνδρα πολύκλαυτον ναυτιλίης σκύβαλον», Ηγήσιππ.)νεοελλ.1. κάθε άχρηστο πράγμα2. στον πληθ. τα σκύβαλααποκοσκινίδια δημητριακών και ιδίως τού σιταριούαρχ.περίττωμα, κοπριά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για μτγν. σχηματισμό τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Κατά μία αμφίβολη άποψη, η λ. είναι δάνεια (πρβλ. χεττιτ. išhuua «ρίχνω, χύνω»), ενώ, κατ' άλλους, θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. βάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.